προσαστεΐζομαι

προσαστεΐζομαι
Α
προσθέτω έναν αστεϊσμό στον λόγο μου («ὁ δὲ παρακαλέσας αὐτὸν καί τι προσαστεϊασάμενος τοιοῡτον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀστεΐζομαι «κάνω αστείο, αστειεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”